ΕΡΓΟ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ 2020
Αποπροσανατολισμένος χορός / Παραπλανημένος πλανήτης στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού | NEON + Φεστιβαλ Αθηνών
05/06/2020 – 03/07/2020 Ωδείο Ηρώδου του Αττικού
Στην Ελένη.
ΩΚ. οὔκουν, Προμηθεῦς, τοῦτο γιγνώσκεις, ὅτι
ὀργῆς νοσούσης εἰσίν ἰατροί λόγοι;
ΠΡ. ἐάν τις ἐν καιρῷ γε μαλθάσσῃ κέαρ 380
καί μή σφριγῶντα θυμόν ἰσχναίνῃ βίᾳ.
ΩΚ. ἐν τῷ προθυμεῖσθαι δέ καί τολμᾶν τίνα
ὁρᾷς ἐνοῦσαν ζημίαν; δίδασκέ με.ΑΙΣΧΥΛΟΣ
Προμηθεῦς δεσμώτης (377-396)*
Mε τάραξε ο Καβαλλιεράτος. Τον σκέφτομαι μια βδομάδα. Με θύμωσε. Μου τάραξε την μπουρζουά μου φύση, τον καθωσπρεπισμό μου, τον κρυμμένο πουριτανισμό μου. Με έβαλε σε σκέψεις, σε αυτοκριτική. Με θύμωσε.
Σαν να μπήκα στο σαλόνι μου, το πάντα ταχτικό, με τα Αrtemide φωτιστικά και τους καναπέδες Βarcelona, που γυαλίζουν σε γρανίτες πατώματα (υλικό κλεμμένο από αρχιτέκτονα φίλο), εκεί που εντοπίζω το ένα ψίχουλο, απ’ το σουσάμι της ανέμελης βόλτας, που διαλύεται συθέμελα από το ψίχουλο, που το μαζεύω με την ευφορία του καταναγκαστικού και κάνω γιόγκα γι’ αυτό, για τα ψίχουλα που μου ταράζουν την άψογη αδιαμφισβήτητη αισθητική που με κόπο και ακριβές σπουδές κατάφερα, αλλά πάλι εντοπίζω τα ψίχουλα στον καθρέφτη πάτωμα που με δείχνει πάντα πιο χοντρή απ ’ότι είμαι και με το έμφραγμα προ των πυλών και το τρέμουλο στα χείλη, αντικρίζω τον μικρό ξανθομάλλη πιτσιρικά μου, δικό μου παιδί είναι, να κάνει αυτό που εγώ δεν τόλμησα ποτέ, να’ χει αναποδογυρίσει σε όλο το τακτικό μου σαλόνι, τα παιχνίδια του, να’ χει κόψει τα κεφάλια από τις μαριονέτες και να τα έχει συνθέσει σε καινούργιες μορφές, σε ένα παραληρηματικό σύμπαν και εγώ να προσπαθώ να καταλάβω τι στο καλό έγινε.
Σε τί με βρήκες νά φταιξα, του Κρόνου γιε, σε τί;
και μες σε τέτοιες συμφορές μ᾽ έζεψες, οϊμέ, 580
κι έτσι με τυραγνάς τη μαύρη
με άγριας τρέλας σκιάξιμο έξω νου; **
Τον ρωτώ ψύχραιμα, χαμογελαστά με αγώνα, ρουφώντας τον θυμό εντός μου, σαν το τελευταίο βραδινό τσιγάρο καληνύχτας: Τι έκανες (παλιόπαιδο – από μέσα μου, ουρλιάζοντας) εδώ? Και μου απαντά μαμά έλα να σου δείξω τους φίλους μου, με παίρνει από το χέρι και με ξεναγεί. Απέναντι σε αυτήν την αγόγγυστη αγνότητα, υποτάχτηκα. Τον άκουσα προσεχτικά. Να έλα να σου δείξω, μου λέει, εδώ είναι οι φίλοι μου, παλούκωσε την χωριάτισσα και τον χωριάτη μαζί με τα ζωάκια, χάραξε στους καθρέπτες πρόσωπα και πήρε τα κειμήλια του παππού από το ψάρεμα και έφτιαξε τους φίλους του σε χορό κυκλικό, και τους θεατές αντίκρυ, να κατοικεί ανάμεσα και να παίζει μαζί τους.
ΙΩ. ἰώ μοί μοι.
ΧΟ. ἓ ἕ.
ΠΡ. σύ δ᾽ αὖ κέκραγας κἀναμυχθίζῃ· τί που
δράσεις, ὅταν τά λοιπά πυνθάνῃ κακά; 745
ΧΟ.ἦ γάρ τι λοιπόν τῇδε πημάτων ἐρεῖς;
ΠΡ. δυσχείμερόν γε πέλαγος ἀτηρᾶς δύης. ***
Έφτιαξα μια παράσταση, να με χωρά, κοντά μου.’ Όλα έχουν μια εξήγηση, λοιπόν. Τον άκουσα προσεχτικά αυτόν τον ξανθομάλλη πιτσιρίκο, σαν γιό μου, προσπάθησα να μπω στα παπούτσια του, να σκεφτώ: Το γιατί. Γιατί το έκανε αυτό. Τον άκουσα και ξανακοίταξα, έφερε ξανά ζωή στο νεκρικό μπεζ – γκρι.
Ο Καβαλλιεράτος λοιπόν αρχικά με τάραξε, μετά με θύμωσε και μετά με λύτρωσε, πραγματοποίησε λοιπόν ακριβώς όλα τα στάδια μιας τραγωδίας, μέχρι να καταλάβω τι κάνει. Ο Κ. διαχειρίζεται μια συνομιλία, αποφασίζει να αναμετρηθεί με έναν ιερό χώρο, πως? Με την ορμή και την αλήθεια ενός παιδιού. Το παιδί καθόλου μην το υποτιμάς. Για μας τους καλλιτέχνες αποτελεί επίτευγμα να φτάσουμε την ορμή του, την φαντασία, την αλήθεια και την αυθεντικότητα του. Και παλεύουμε χρόνια να κατακτήσουμε αυτές τις αξίες, όπως ο Πικάσο είχε πει πως του πήρε μια ζωή για να ξαναγίνει παιδί. Ο Κ. μπαίνει με ορμή στον χώρο με τέτοια δύναμη και πάθος, φορώντας τα φλούο γυαλιά του μας εξηγεί, τοποθετώντας στην γη, δίπλα μας το ιερό και την τραγωδία, να παίξουμε μαζί της να το φχαριστηθούμε και όχι κάπου μακριά, αλλά εδώ, τώρα, σήμερα, κατακτά τον χώρο, το Ηρώδειο, που βρυχεί από την τραγωδία των τραγικών και συνομιλεί καταμέτωπο με ότι πιο θείο και ιερό επί γης ενσαρκωμένο και διαπραγματεύεται την ιερότητα και τραγικότητα του χώρου με την απόλυτη ειλικρίνεια και αλήθεια ενός παιδιού. Χωρίς καθωσπρεπισμούς και φόβο.
«Δεν με ενδιαφέρει πώς κινούνται οι άνθρωποι, αλλά τι είναι αυτό που τους κινεί» Πίνα Μπάους ****
Με τάραξε τόσο πολύ, με τράνταξε απ’ τους ώμους. Έσκυψα το βλέμμα με ντροπή πάνω στο λευκό φουστάνι με τα κεράσια και τις μπαλαρίνες Hermes.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Όλη ώς το τέλος την πορεία της έχει ακούσει
αυτή· μα για να δει πως δεν μιλώ του βρόντου,
θα πω κι όσα πριν έρθει εδώ είχε περάσει,
δίνοντας τούτο απόδειξη για τ᾽ άλλα που είπα·
και για ν᾽ αφήνω τα πολλά κι άδικα λόγια
ευτύς στον τελευταίο σου θα ᾽ρθω το δρόμο.
Λοιπόν αφού έφτασες στων Μολοσσών τη χώρα 830
και κατά τη ψηλόρραχη Δωδώνην, όπου
του Δία του Θεσπρωτού μαντεία κι ο θρόνος είναι
και, θάμ᾽ απίστευτον, οι δρύες οπού μιλούνε
και που σε καληνώρισαν ξάστερα κι όχι
μ᾽ αινίγματα «τη σεβαστή του Δία γυναίκα»
– σου αγγίζει την καρδιά τίποτ᾽ απ᾽ όλα τούτα;
από κει ο οίστρος σ᾽ έσφιξε κι έδωσες δρόμο
κατάγιαλα προς τον πλατύ της Ρέας τον κόρφο,
απ᾽ όπου πίσω γύρισες σε νέες φουρτούνες.
Μα σε μελλούμενους καιρούς αυτός ο πόντος 840
Ιόνιος θα ονομαστεί, σου λέω να ξέρεις,
για να θυμάει το δρόμο σου σ᾽ όλο τον κόσμο.
Σημάδια λοιπόν έχε αυτά, πως βλέπει κάτι
πιότερο κι απ᾽ το φανερό εμένα ο νους μου. *****
Kατάλαβες? Μου είπε. Κατάλαβα του είπα. Μην βάφεσαι μου είπε και σταμάτα τις αβροφροσύνες και τους τύπους – βγάλε τις μάσκες, πέτα τις, δεν τις έχεις ανάγκη, δεν σου χρειάζονται. Να είσαι αληθινή.
.
Το κείμενο αφορά μυθοπλασία με αφορμή την έκθεση του καλλιτέχνη.
Πληροφορίες για το έργο του εδώ.
φωτογραφίες Μαρία Καραχρήστου
____________________________________________________