Ο Πάνος Φαμέλης και Σταύρος Παπαγιάννης, οι επιμελητές της έκθεσης NO LAND & A LETTER TO ESMÉE, έδωσαν την ευκαιρία σε δύο διαφορετικές δουλειές και στο υλικό και στη μετάδοση, να γίνουν ένα. Έχουν διαμορφώσει μία ιστορία στην crux gallery που έγινε ένα σώμα με την ιστορία δύο καλλιτεχνών. Της Φ. Πούλια και της Εσμ. Μομφεράτου. Η ιστορία, πολύ επίκαιρη και με το πόλεμο στην Ουκρανία, με ένα φαντασιακό κόσμο αποτελούμενο από ρεαλιστικά στοιχεία. Κατεστραμμένο, κατεδαφισμένο με την αφαίρεση του ανθρώπινου στοιχείου.
Space52: Esmeralda, how do you approach and handle the themes of loss and absence through re-creation in your work?
Esmeralda Momferratou: I started working on this project because of my need to form some kind of an image around my grandmother Esmée, whom I never got the chance to meet. The feeling of loss, or rather of absence, and the lack of information around her, was very present throughout my life, and so I was interested in looking at how one could possibly create memories they never experienced, but perhaps always felt inside them as traces somehow. After a certain point, this started to come through in the physical aspect of my work too, in my effort to materialise absence. After two years of attempting to connect, and even converse with a person who no longer exists, I was lead to this re-creation that you mention, to taking any information and materials I had at hand, and giving them new life, because in the end, this was the only thing I could actually do. When I understood why I was interested in loss (and not just that of my grandmother), I started to see it everywhere in the materials that I had gathered and was working with. I wanted to give emphasis on those elements of loss/absence that I was observing, so that anyone else who came across them would notice them too. In general, I have the urge to notice objects and fragments which may be neglected, or forgotten. More specifically, for this body of work, I started by gathering the remains of my grandmother’s house in Mati that got burned down in the fires of 2018, and later also began to gather fragments of my own life, without initially knowing how I would be using them. In time, I started to observe some elements of resemblance and contrast between them, and so I started to compose them accordingly, while simultaneously preserving the original form in which I found them in. I believe that this, together with my aforementioned, small interventions of giving emphasis, resulted in the fragments structuring themselves and being re-created into new forms and entities.
S: In your work, do you ultimately recreate fragments of memories that are inextricably connected to our own origins and heritage? In your opinion, how challenging was it to handle a project that was directly related to your grandmother and your family home?
E: This is something I was deeply concerned with throughout the whole process of creating this body of work, so I believe it gradually and very organically became an intrinsic part of my work. The first two years I was working on this project, other than some experimentations, I didn’t produce any works. I was mostly observing and examining my thoughts and materials. Only when I felt that my personal need to feel close to my grandmother was met, was I able to look at what I had in front of me with a certain distance so I could start creating. However, the whole process that had preceded had now become part of me, and so it came through in the final result. When I first realized that I was no longer feeling the same connection to Esmeé as I used to when I began the project, I almost felt guilty towards her, but in the end, all of this worked as a catalyst for me to grow closer to my own self and discover my visual language, and I think she would have liked that. The exhibition’s title “A Letter to Esmée” is addressed to her as much as it is to me. Regarding the house, initially I felt as much of a stranger towards it as I did to my grandmother; my father’s brother had inherited it and we didn’t visit often, so I didn’t have many memories of it. I really got to know it well after it was destroyed, in its’ new debris form, in my studio.
S: There is an echo of Alberto Giacometti’s famous figures in your sculptures in crux gallery’s small room, with small-scale delicate sculptures placed on various long bases. As we approach the sculptures, we realize that the human form is absent and only fragments and memories remain. A modernist like Giacometti depicted human tragedy with figures, while you portray it through their absence?
E: It would be impossible for me to compare this effort of mine to the work of Giacometti, one of the greatest visual artists of our history. However, I can tell you that when I was fourteen years old, I saw a retrospective of his, and I still find it to be one of the most significant exhibitions I’ve been lucky enough to see; His work deeply moves me, and on some level our experiences and what we’ve seen, inform anything we do. I believe that in my case, I have approached loss not so much with regards to the human being, but I’m more interested in the circle of life in nature, which we are also part of. Loss is part of it too, as well as tragedy -human or non-human- and these are difficult concepts to grasp. That is what I was interested in exploring, and in the end the materials I use in these works are all leftovers of life and death in one way or another. The sculptures ended up looking like creatures of their own. The tragedy of the fire in Mati, as well as the personal tragedy behind my grandmother’s death, are inevitably inside the work, but they’re not evident in a direct way.
S: What are your plans next?
E: To complete my postgraduate degree this summer! I am currently attending Central Saint Martins’ course MA Fine Art: Digital (distance learning).
Space52: Εσμεράλδα, πως προσεγγίζεις και διαχειρίζεσαι την απώλεια μέσα από την αναδημιουργία;
Εσμεράλδα Μομφερράτου: Ο κύκλος δουλειάς αυτός ξεκίνησε από μια ανάγκη μου να δημιουργήσω μια εικόνα για τη γιαγιά μου την Εσμέ, που δεν πρόλαβα να γνωρίσω. Το αίσθημα της απώλειας, ή μάλλον της απουσίας της, και η άγνοια των πληροφοριών ως προς εκείνη ήταν τόσο έντονα σε όλη μου τη ζωή, που με ενδιέφερε να ερευνήσω το πώς και αν θα μπορούσε κανείς να δημιουργήσει αναμνήσεις που δεν έζησε, αλλά ενδεχομένως αισθάνεται μέσα του κατά κάποιον τρόπο. Μετά από ένα σημείο, αυτό ξεκίνησε να βγαίνει και στη φυσική διάσταση της δουλειάς μου, στην προσπάθεια να υλοποιήσω την απουσία. Αφού πέρασα δυο χρόνια να επιχειρώ να συνομιλήσω με έναν άνθρωπο που δεν υπάρχει πια, οδηγήθηκα σε αυτή την αναδημιουργία που αναφέρεις, στο να πάρω τις πληροφορίες που έχω στα χέρια μου και να τους δώσω μια νέα ζωή, γιατί μόνο αυτό μπορούσα να κάνω εν τέλη. Όταν κατατόπισα μέσα μου γιατί με ενδιέφερε η απώλεια (και όχι μόνο αυτή της γιαγιάς μου), ξεκίνησα να την βλέπω παντού στα υλικά που είχα μαζέψει και με τα οποία δούλευα. Έτσι, θέλησα να δώσω έμφαση σε αυτά τα στοιχεία απώλειας/απουσίας που παρατηρούσα, ώστε να μπορέσει να εστιάσει πάνω τους και όποιος άλλος τα έβλεπε. Γενικότερα έχω την τάση να παρατηρώ αντικείμενα και θραύσματα τα οποία μπορεί να είναι παραμελημένα ή ξεχασμένα. Πιο συγκεκριμένα, για αυτή την ενότητα της δουλειάς μου, ξεκίνησα αρχικά μαζεύοντας απομεινάρια από το καμένο σπίτι της γιαγιάς μου στο Μάτι από την πυρκαγιά του 2018, και έπειτα θραύσματα δικών μου στιμών, χωρίς να γνωρίζω τι θα τα κάνω. Σιγά σιγά, παρατηρώντας τις ομοιότητες και τις αντιθέσεις μεταξύ τους, άρχισα να τα συνθέτω ανάλογα, διατηρώντας όμως ταυτόχρονα μέσα στη σύνθεση τη μορφή στην οποία τα βρήκα. Νομίζω πως κάπως έτσι και σε συνδυασμό τις μικρές επεμβάσεις «έμφασης» που ανέφερα προηγουμένως, αυτά τα θραύσματα άρχισαν να δομούνται και να παίρνουν μια νέα μορφή, να αναδημιουργούνται.
S: Μήπως τελικά τα έργα σου αναγεννούν μνήμες και θραύσματα που μας συνδέουν άρρηκτα με την καταγωγή μας και την ίδια μας την κληρονομιά; Πόσο δύσκολο ή εύκολο ήταν να διαχειριστείς τη δημιουργία ενός έργου που είχε άμεση σχέση με το σπίτι της οικογένειας σου και την γιαγιά σου;
E: Αυτό ήταν κάτι που με απασχολούσε καθ’ όλη τη διάρκεια της δημιουργίας αυτού του κύκλου δουλειάς, οπότε πιστεύω πως βγήκε πολύ οργανικά και υπάρχει ριζικά μέσα στα έργα. Τα πρώτα δυο χρόνια που δούλευα πάνω σε αυτή την ιδέα, εκτός από τους πειραματισμούς που έκανα, δεν παρήγαγα κανένα έργο. Περισσότερο παρατηρούσα και περιεργαζόμουν τα υλικά μου και τις σκέψεις μου. Όταν αισθάνθηκα πως είχα πάρει τις απαντήσεις που θα μπορούσα σε σχέση με το ποιά ήταν η γιαγιά μου και καλύφθηκε η προσωπική μου ανάγκη να έρθω κοντά της με τον τρόπο που γινόταν, τότε μόνο ξεκίνησα να μπορώ να βλέπω αυτό που είχα μπροστά μου με μια σχετική απόσταση για να καταφέρω να επέμβω/δημιουργήσω. Όμως η όλη διεργασία που είχε προηγηθεί είχε γίνει πλέον κομμάτι μου, και έτσι βγήκε πολύ έντονα και στο τελικό αποτέλεσμα. Όταν συνειδητοποίησα ότι δεν αισθάνομαι την ίδια σύνδεση που ένοιωθα στην αρχή με την Εσμέ μέσα στη δουλειά, σχεδόν είχα τύψεις απέναντι της, αλλά τελικά όλο αυτό ήταν ένα έναυσμα για να έρθω πιο κοντά στον ίδιο μου τον εαυτό και να βρω την εικαστική μου γλώσσα, και πιστεύω πως θα της άρεσε αυτό. Ο τίτλος της έκθεσης “A Letter to Esmée” απευθύνεται και σε εκείνη, αλλά και σε εμένα. Όσον αφορά το σπίτι, αρχικά το ένοιωθα και αυτό σε ένα μεγάλο βαθμό ξένο και άγνωστο, όπως και τη γιαγιά μου, γιατί το είχε κληρονομήσει ο αδερφός του πατέρα μου και δεν πηγαίναμε συχνά εκεί, δεν το είχα ζήσει πολύ. Έτσι το οικειοποιήθηκα αφού καταστράφηκε, σε αυτή του τη μορφή, στο εργαστήρι μου.
S: Τα γλυπτά σου στο μικρό δωμάτιο της crux gallery με γλυπτά μικρής κλίμακας, πολύ ευαίσθητα σε διάφορες αυτοσχέδιες λεπτές βάσεις-κολώνες θυμίζουν τις περίφημες φιγούρες του Αλμπέρτο Τζιακομέτι. Πλησιάζοντας καταλαβαίνουμε στα γλυπτά απουσιάζει η ανθρώπινη μορφή και μένουν μόνο θραύσματα και μνήμες. Τελικά ένας μοντερνιστής απεικόνισε το βάθος της ανθρώπινης τραγωδίας με φιγούρες ενώ εσύ με την απώλεια τους;
E: Δεν θα μπορούσα να μιλήσω για αυτή μου τη προσπάθεια συγκρίνοντας τη με το έργο του Τζιακομέτι, που είναι ένας από τους σημαντικότερους εικαστικούς που έχει περάσει από την ιστορία της τέχνης. Όμως όταν ήμουν δεκατεσσάρων χρονών είχα δει μια αναδρομική έκθεση της δουλειάς του, και ακόμα τη θεωρώ από τις πιο σπουδαίες εκθέσεις που είχα την τύχη να δω, η δουλειά του με συγκινεί βαθιά και σίγουρα σε ένα βαθμό οι εμπειρίες μας και αυτά που έχουμε δει μας επηρεάζουν. Νομίζω πως στη δική μου περίπτωση έχω προσεγγίσει την απώλεια όχι τόσο όσον αφορά τον άνθρωπο, αλλά περισσότερο με ενδιαφέρει ο κύκλος της ζωής της φύσης, μέσα στον οποίο εντασσόμαστε και εμείς. Κομμάτι του είναι και η απώλεια, και η ανθρώπινη –και μη- τραγωδία, έννοιες δύσκολες να τις αφουγκραστούμε μερικές φορές. Αυτό ήταν που με ενδιέφερε, και τελικά τα υλικά που χρησιμοποιώ σε αυτά τα έργα είναι όλα απομεινάρια ζωής και πλασμάτων με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Εν τέλη τα έργα παίρνουν λίγο τη μορφή νέων πλασμάτων/όντων. Η τραγωδία του Ματιού, όπως και η προσωπική τραγωδία πίσω από την ιστορία της γιαγιάς μου που πέθανε πολύ νέα, έγιναν αναπόφευκτα κομμάτι της δουλειάς, χωρίς όμως να θέλω να αναφέρομαι άμεσα σε αυτά.
S: Ποια είναι τα επόμενα σχέδιά σου;
E: Να ολοκληρώσω τις μεταπτυχιακές μου σπουδές τον Ιούνιο! Σπουδάζω διαδικτυακά στο μεταπτυχιακό του πανεπιστημίου Central Saint Martins, MA Fine Art: Digital.
__________________
We would like to thank Sakis Papakonstantinou, the owner of Crux Galerie, for his perceptive proposal regarding the coexistence of these two bodies of works (F. Poulia’s and E. Momferratou’s) and his initiative regarding the curation of the exhibition (by P. Famelis and S. Papagiannis). His proposal gave us the chance to bring together two different creative worlds, each with their own starting points and references, through which a creative and meaningful dialogue between image and reasoning was formed. We are grateful to him for this experience.
Esmeralda Momferratou, Stavros Papagiannis, Fotini Poulia, Panos Famelis
Εσμεράλδα Μομφερράτου, Σταύρος Παπαγιάννης, Φωτεινή Πούλια, Πάνος Φαμέλης