Με αφορμή την τρέχουσα, ‘γουρλίδικη’ 13η περίοδο των ποιητικών εκδηλώσεων «Με τα λόγια (γίνεται)», το space52 συνομίλησε με τον ιδρυτή και επιμελητή τους, ποιητή Παναγιώτη Ιωαννίδη.
Πώς και από ποιους προέκυψε η ιδέα για τη δημιουργία των ποιητικών εκδηλώσεων «Με τα λόγια [γίνεται]», και ποιος ο σκοπός τους;
Η ιδέα για μια σειρά τακτικών ποιητικών εκδηλώσεων όπου θα ακούγονται οι φωνές των ίδιων των ποιητ/ρι/ών ή των μεταφραστ/ρι/ών της ποίησης, γυμνές, χωρίς απαγγελίες από ηθοποιούς, χωρίς φιλολογικό σχολιασμό, και –βεβαίως– χωρίς μουσική υπόκρουση ή συνοδεία, μου γεννήθηκε το 2011. Έμπνευσή μου ήσαν αφενός οι αναγνώσεις του έργου τους από τις/τους ίδιες/ους τις/τους συγγραφείς, τις οποίες είχα απολαύσει σε βιβλιοπωλεία και άλλους χώρους όσο ζούσα στην Αγγλία. Αφετέρου, οι παρουσιάσεις της ομάδας “Poetry Now” στο “Dasein”, κυρίως ποιητικών έργων εν προόδω από τις/τους δημιουργούς τους –σ’ έναν πιο κλειστό κύκλο ποιητ/ρι/ών και αναγνωστ/ρι/ών αφοσιωμένων στην ποίηση– υπό τον συντονισμό του Γιώργου Χαντζή αρχικώς, μαζί δε με την Κατερίνα Ηλιοπούλου και τον Δούκα Καπάνταη κατόπιν (2007-2011). Στόχος κι ευχή μου, λοιπόν, ήταν να υπάρξουν στην Αθήνα ποιητικές αναγνώσεις που απευθύνονται σ’ ένα όσο γίνεται πιο ευρύ κοινό, και με την σωματική, αδιαμεσολάβητη αμεσότητα της φωνής όσων γράφουν ή μεταφράζουν ποιήματα.
Πώς έχει εξελιχθεί η προσέγγισή σας στην ποίηση μέσα από τις ποιητικές εκδηλώσεις του «Με τα λόγια (γίνεται)»;
Το «Με τα λόγια [γίνεται]» (εφεξής «‘μτλγ’») ξεκίνησε τον Δεκέμβριο του 2011 στον Πολυχώρο «Πάρα Πέρα» – άρα μετρά πια 13 χρόνια. Αυτή του η μακρά και συνεχής παρουσία, μαζί με το σταθερό ή και αυξανόμενο κοινό του, ποικίλο σε ‘προέλευση’ (από φανατικό για την ποίηση μέχρι απλώς φιλοπερίεργο) και ηλικία, νομίζω πως δικαιώνουν το εγχείρημα – και σίγουρα εγκαρδιώνουν την ολοένα εμπλουτιζόμενη ομάδα που πραγματώνει τις εκδηλώσεις να συνεχίσει. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για δυο άτυπες, επάλληλες, και χωρίς απολύτως σταθερή σύνθεση ομάδες: ποιητ/ρι/ών αφενός, και ποιητ/ρι/ών που μεταφράζουν αφετέρου. Και, αν εγώ, ως βασικός επιμελητής των εκδηλώσεων, φέρω την ευθύνη της θεματολογίας τους, οι εκδηλώσεις οι ίδιες είναι αποτέλεσμα συλλογικής εργασίας: βασίζονται στην προσωπική συμβολή κάθε συμμετέχουσας/οντος.
Ο ενθουσιασμός και η σύμπνοια, λοιπόν, της ομάδας του ‘μτλγ’ στην πραγμάτωση των εκδηλώσεών του –η ανάδυση, δηλαδή, και η καλλιέργεια ενός κοινού πνεύματος ως προς τι είναι ποίηση και τι την καθιστά θελκτική, καί ως ακουστική εμπειρία–, μαζί με την εκτίμησή μου προς τα μέλη της ομάδας, με έχουν οδηγήσει και σε κάποιες προσκλήσεις σε άλλες/ους ποιητ/ρι/ες να δημιουργήσουν ή να επιμεληθούν εκδηλώσεις. Τέτοιες ήταν, π.χ. οι τρεις ποιητικές διαδρομές στην νεοελληνική ποίηση, από τον Σολωμό ώς τις μέρες μας, που διέγραψαν σε τρεις εκδηλώσεις με αφορμή τα 200 χρόνια απ’ το 1821 οι ποιητ/ρι/ες Ορφέας Απέργης, Μαίρη Γιόση, και Δήμητρα Κωτούλα: διαδρομές πολύ διαφορετικές η μια απ’ την άλλη, τόσο σε σκεπτικό όσο και σε περιεχόμενο, αλλά εξίσου συναρπαστικές. Άλλες ανάλογες εκδηλώσεις ήταν αυτές που, για να γιορτάσουμε τα 12 χρόνια μας, εμπνεύσθηκαν και επιμελήθηκαν η Κατερίνα Ηλιοπούλου («Ο χρόνος στο σώμα»), η Παυλίνα Μάρβιν («Ποιητικές επιστολές από εκείνη προς εκείνη»), ο Χρήστος Σιορίκης («Το Όνομα του Αγαπημένου», σε συνεργασία με τον Χρήστο Σακελλαρίδη), και η Μαρία Τοπάλη («Η πατρίδα μου με τα λόγια (γίνεται)»). Ή το μεγάλο αφιέρωμα στην ξένη ποίηση τον Μάρτιο του 2022 όπου και πάλι είχε δοθεί «εν λευκώ» στις/ους μεταφραστ/ρι/ες να παρουσιάσουν ένα αγαπημένο τους, αδημοσίευτο ποίημα.
Τι πιστεύετε πως αποκομίζει το κοινό που παρακολουθεί τις εκδηλώσεις του «Με τα λόγια (γίνεται)»;
Αυτό που νομίζω έχει εμπεδωθεί ως κέρδος και απόλαυση για όλες/ους, είναι η ακουστική εμπειρία της ποίησης στην οποία προαναφέρθηκα – και της οποίας η ανάδειξη ήταν από τους βασικούς στόχους του ‘μτλγ’. Πιστεύω ότι η ποίηση, αυτή η τέχνη που οπωσδήποτε βασίζεται καί στον ήχο (πολύ περισσότερο απ’ ό,τι η πεζογραφία και με εντελώς διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι το θέατρο), κι όχι μόνο στις εικόνες (ή στα «νοήματα»), κερδίζει όταν την ακούμε να εκφέρεται από το στόμα ενός ζώντος σώματος που βρίσκεται στον ίδιο χώρο με μας. Και μάλιστα, αν αυτό το σώμα είναι του προσώπου που έγραψε ή μετέφρασε το ποίημα: το έχει δηλαδή ζήσει εκ των έσω· γνωρίζει ποιοι ήχοι το γέννησαν· ποιοι ήχοι είναι σημαντικοί γι’ αυτό· ποιοι το καθιστούν ζωντανό και θελκτικό.
Μια συνέπεια αυτής της μοιρασμένης, ανάμεσα σε όλα τα άτομα που παρακολουθούν, ακουστικής εμπειρίας, αλλά προφανώς και της πρόσκλησης συγκεκριμένων ποιητ/ρι/ών και μεταφραστ/ρι/ών, είναι η εμπειρική απόδειξη, δια του βιώματος –εκεί, επιτόπου, μες στην αίθουσα–, πως η καλή ποίηση δεν είναι δύσκολη· δεν είναι κάτι το ακαταλαβίστικο. Δεν είναι κατ’ ανάγκην δύσκολη· δεν είναι πάντα δύσκολη. Και αν κάποτε μοιάζει κάπως δυσνόητη, η αίσθηση αυτή θα διαλυθεί αν επικεντρωθούμε στο τι ακριβώς λέει το ποίημα, χωρίς να ψάχνουμε συμβολισμούς ‘από πίσω’ ή ‘από κάτω’· χωρίς να ψάχνουμε (όπως καταστροφικά επέμεναν να μας λεν στο σχολείο) κάποιο άλλο ‘νόημα’· χωρίς να κυνηγάμε το δικαίως διακωμωδηθέν «τι θέλει να πει το ποιητί». Κι αν κάποιες εικόνες ή κάποιοι συνδυασμοί λέξεων μας φανούν περίεργοι, υπάρχει άμεση λύση: μπορούμε να παροπλίσουμε για λίγο την λογική μας, κι απλώς να τις απολαύσουμε – όπως εξάλλου κάνουμε πάντα με την μουσική (που δεν την ‘κατανοούμε’ με την λογική), αλλά και συχνά στα σύγχρονα εικαστικά, ή στον κινηματογράφο, ή στον σύγχρονο χορό. Αυτή η μετατόπιση, αυτό το πέρασμα από την διανοητική επεξεργασία στην αισθητική απόλαυση είναι δυνατόν να επιτευχθεί πιο εύκολα και ακαριαία όταν ακούμε, και μάλιστα μαζί με άλλον κόσμο σ’ έναν δημόσιο χώρο, αντί να διαβάζουμε μόνοι/ες μας. Και το ότι όντως επιτυγχάνεται στο ‘μτλγ’, το μαρτυρεί και το κοινό του, όταν συχνά δηλώνει: «Εγώ δεν διάβαζα (ή δεν καταλάβαινα την) ποίηση, αλλά με έφερε ένας/μια φίλος/η μου μια φορά, μ’ άρεσε, κι από τότε ξανάρχομαι».
Πού οφείλεται αυτό, κατά την γνώμη σας;
Σε αυτή την επιτυχία συμβάλλει, πιστεύω, εκτός από την καλή ανάγνωση ή απαγγελία, και το γεγονός ότι στις εκδηλώσεις του ‘μτλγ’, όπως ακριβώς ήταν ο αρχικός στόχος του, ακούγονται ‘σκέτα’ τα ποιήματα, συνοδευόμενα από πολύ λίγα σχόλια – και μάλιστα σχόλια ποιητών, και όχι φιλολόγων: σχόλια καλλιτεχνικά, όχι ‘επεξηγηματικά’· σχόλια άμεσα, βιωμένα.
Εξάλλου, η ποίηση είναι, από την φύση της, λόγος επιτελεστικός [performative]: αυτά που λέει, συμβαίνουν την στιγμή που τα λέει. Άρα αρκεί η καλή, ποιητική ανάγνωση (και όχι θεατρική: πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικές προσεγγίσεις απαγγελίας και ανάγνωσης κειμένου) για να αναδειχθεί και να πείσει η δύναμη αυτού του λόγου: η δύναμη των λέξεων της ποίησης.
Ποιος είναι ο ρόλος της ποίησης στη σύγχρονη κοινωνία, όπως τον αντιλαμβάνεστε και τον υποστηρίζετε μέσω του «Με τα λόγια (γίνεται)» και των άλλων συναφών δραστηριοτήτων σας;
Αμέσως-αμέσως, το μοίρασμα για το οποίο μιλούσα προ ολίγου, η συλλογική απόλαυση σ’ έναν δημόσιο χώρο, είναι μια κοινωνική συνθήκη ούτως ή άλλως σπάνια. (Πόσο συχνά απολαμβάνουμε κάτι; Και μάλιστα μαζί με άλλους; Και μάλιστα σ’ έναν δημόσιο χώρο; ) Ακόμα πιο σπάνια έχει αρχίσει να γίνεται λόγω της αυξανόμενης ατομικής μόνωσης (και της συνεπαγόμενης αντικοινωνικότητας) – που, παρότι οξύνθηκε με τους πανδημικούς εγκλεισμούς, είχε προηηγγθεί και οφείλεται σε άλλα, διακριτά, αίτια – συνεπώς, εξακολουθεί. Οπότε, η ομαδική ακροαματική απόλαυση της ποίησης –όπως η συλλογική απόλαυση κάθε τέχνης– υπό την μορφή μιας τακτικής γιορτής, έχει, θαρρώ, προφανή κοινωνική αξία.
Αλλά –μιας κι αναφέρθηκα στους πανδημικούς εγκλεισμούς– ακόμα και τότε, στο πρώτο ‘λοκντάουν’ από τον Μάρτιο ώς τον Μάιο του 2020, το ‘μτλγ’ ‘μετακόμισε’ στο facebook, με την καθημερινή ανάρτηση ποιημάτων, ηχητικών αρχείων, και βίντεο από εκδηλώσεις του. Ελπίζω πως αυτό προσέφερε ένα πιο απτό και κρίσιμο παράδειγμα της τέχνης ως στηρίγματος και ‘παρηγοριάς’ σε δύσκολους καιρούς.
Επίσης, το ‘μτλγ’ έχει συνεργαστεί, π.χ., με το ραδιόφωνο: προσκεκλημένο από το “Kosmos” να συνεισφέρει μουσικο-ποιητικά ‘σποτάκια’ για την Ημέρα της Ποίησης, ή σε πρωινές και βραδινές εκπομπές του Τρίτου Προγράμματος· με την Ομάδα Άστυ στην διοργάνωση ενός ‘ποιητικού περιπάτου’ στην Αθήνα· έχει επιμεληθεί μιαν εκδήλωση για την ποίηση της δεκαετίας του 1980 στα πλαίσια της έκθεσης για την δεκαετία αυτή στην Τεχνόπολη· και διοργανώσει ένα διήμερο μίνι-φεστιβάλ γαλλόφωνης και ελληνόφωνης ποίησης στο βιβλιοπωλείο «Λεξικοπωλείο». Συνεργώντας, έτσι, με άλλα συλλογικά μέσα και πλαίσια, διευρύνει την απεύθυνσή του προς ένα κοινό που δεν αποζητά πρωτίστως ή κατ’ ανάγκην την ποίηση.
Ωστόσο, για μια πιο θεωρητική και σφαιρική διερεύνηση της σχέσης της σύγχρονης ποίησης με την κοινωνία, επιτρέψτε μου να σας παραπέμψω στο συλλογικό βιβλίο σύντομων, καίρων δοκιμίων, Μια συζήτηση για την ποίηση τώρα, που κυκλοφόρησε το 2018 από τις εκδόσεις του περιοδικού «ΦΡΜΚ», και στο οποίο συμμετέχω.
Με την ευκαιρία της ερώτησής σας, όμως, θέλω να αναφερθώ και σε μιαν άλλη, πολύτιμη παρουσία της ποίησης, στην εκπαίδευση αυτή τη φορά, όπως έλαβε μορφή από το 2014 έως το 2020 (αν δεν σφάλλω). Εννοώ τα δημιουργικά καλλιτεχνικά εργαστήρια με μαθητ/ρι/ες δημοσίων Γυμνασίων και Λυκείων, στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις, με αφορμή την ποίηση του Καβάφη, χάρη στην έμπνευση και τον συντονισμό του ποιητή και φιλολόγου Θοδωρή Χιώτη, τότε υπεύθυνου για τα προγράμματα αυτά στο Αρχείο Καβάφη του Ιδρύματος Ωνάση.
Πώς αντιμετωπίζετε την πρόκληση της προώθησης της ποίησης ως ακουστικής εμπειρίας σε μια εποχή που η επικοινωνία βασίζεται συχνά σε οπτικά μέσα;
Όπως έλεγα και προηγουμένως, η ποίηση ως ακουστική εμπειρία, ως ακουστική βίωση της τέχνης, ήταν και παραμένει βασικός στόχος του ‘μτλγ’: η ποιητική ανάγνωση ή απαγγελία (και όχι περφόρμανς: γιατί η ποιητική περφόρμανς είναι μια συναφής αλλά διακριτή, πολύ απαιτητική τέχνη, με τις δικές της απαιτήσεις, άλλες από της ποιητικής απαγγελίας, και άλλες από της εικαστικής περφόρμανς)· χωρίς μουσική, προφανώς: η καλή ποίηση έχει μουσική η ίδια, από μόνη της· χωρίς άλλα ‘στολίδια’. Ναι, στην εποχή μας, η εικόνα είναι κυρίαρχη· και ο λόγος, γραπτός ή προφορικός, μοιάζει κάποτε να περνά σε δεύτερη μοίρα. Ωστόσο, αυτό που μπορώ να καταθέσω, είναι η υποδειγματική προσήλωση του κοινού του ‘μτλγ’ (είτε αυτό αποτελείται από 50 είτε από 300 άτομα) επί μία, μιάμιση ώρα: χωρίς χαζολόγημα στο κινητό, χωρίς αδημονία, χωρίς ανησυχία. Αυτό με κάνει να πιστεύω πως, παρουσιαζόμενη καταλλήλως, η ποίηση ως τέχνη του ζωντανού λόγου μπορεί όντως να γοητεύει και να ‘κρατά’ την προσοχή – και εννοώ, φυσικά, την προσοχή όλων: όχι μόνων των φανατικών για ποίηση.
Τι περιλαμβάνει το πρόγραμμα της 13ης περιόδου του «Με τα λόγια [γίνεται]» για το 2023-2024;
Η φετινή, 13η περίοδος του ‘μτλγ’ αποτελείται από τέσσερις βραδιές, μία από κάθε τύπο που είναι πια καθιερωμένος στο ‘μτλγ’: μία εκδήλωση «1 + 1», όπου δυο ποιητές παρουσιάζουν την ποιητική τους αυτοπροσωπογραφία και συνομιλούν: φέτος, οι νεότεροι ποιητές Χάρης Γαρουνιάτης και Δημήτρης Χατζηχαραλάμπους (στις 20 Φεβρουαρίου, στις 19:30 – στο Θέατρο της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης (Μασσαλίας 22, Αθήνα) με την οποία συνεργαζόμαστε από τον Δεκέμβριο του 2012)· μία «1 x 2», όπου μια μεταφράστρια παρουσιάζει και σχολιάζει ποιήματα που έχει μεταφράσει: φέτος, η Γιάννα Μπούκοβα με ποιήματα της ρωσσικής και της βουλγαρικής πρωτοπορίας διαφόρων εποχών· μια επανεπίσκεψη σε μια παλαιότερη νεοελληνική ποιητική φωνή που ενδεχομένως δεν απολαμβάνει σήμερα την προσοχή που αξίζει: φέτος, αφορούσε τον Δημήτρη Παπαδίτσα (1922-1987)· κι ένα αφιέρωμα σε έναν Αμερικανό ποιητή, με μεταφράσεις καμωμένες από ποιητ/ρι/ες-μεταφραστ/ρι/ες ειδικά για την εκδήλωση: φέτος, με ποιήματα του Τσαρλς Σίμικ που πέθανε πέρσι, σε επιμέλεια της Λένας Καλλέργη (στις 20 Μαρτίου, παραμονή της Παγκόσμιας Ημέρας της Ποίησης).
Με την ευκαιρία, επιτρέψτε μου να εξηγήσω την επιμονή του ‘μτλγ’ να προσκαλεί ποιητ/ρι/ες να μεταφράζουν ποίηση, κι όχι ‘απλές/ούς’ μεταφραστ/ρι/ες, οσοδήποτε άξιες/ους (που βεβαίως υπάρχουν). Οφείλεται στην πεποίθηση –τεκμηριωμένη και πριν, φυσικά, από το ‘μτλγ’, αλλά και, θέλω να πιστεύω, κατά την διάρκειά του– ότι οι εργάτ/ρι/ες μιας τέχνης (όπως η ποίηση) γνωρίζουν καλύτερα πώς φτιάχνεται ένα έργο της τέχνης τους. Έτσι, όταν καλούνται να το ‘διαλύσουν’ στα εξ ων συνετέθη και να το ‘ανα[συ]στήσουν’ σε μιαν άλλη γλώσσα –να βρουν, δηλαδή, το ελληνικό ανάλογο της δομής και του μηχανισμού που ευθύνονται για την δύναμη και την γοητεία του πρωτοτύπου–, έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας.
Σας περιμένουμε, λοιπόν, στις 20 Μαρτίου, να το διαπιστώστε κι εσείς – αλλά θα χαρούμε να σας δούμε και στις 20 Φεβρουαρίου!
INFO
Παναγιώτης Ιωαννίδης
Γεννήθηκε το 1967 στην Αθήνα. Ποιητής· δημοσιεύει ποιήματα, κριτικές, δοκίμια και μεταφράσεις σε περιοδικά από το 1995. Έχει εκδώσει τέσσερα ποιητικά βιβλία (όλα από τις εκδ. Καστανιώτη): Το σωσίβιο (2008), Ακάλυπτος (2013), Πολωνία (2016 – υποψήφιο για το Κρατικό Βραβείο και για το Βραβείο του «Αναγνώστη»), Ρινόκερως (2020)· το θραύσμα έργου εν προόδω, Προς Αριστόδικον (στον τόμο: Nice! Είναι δυνατή η επιστροφή;, επιμ. Salon de Vortex, εκδ. lo&behold, 2016)· και δοκίμια στα συλλογικά βιβλία: Μια συζήτηση για την ποίηση τώρα (εκδ. ΦΡΜΚ, 2018) και Τι μας μαθαίνει η τέχνη (εκδ. ΦΡΜΚ, 2020). Ποιήματά του έχουν περιληφθεί σε δύο ελληνικές και πέντε ξενόγλωσσες ανθολογίες· ο ίδιος μεταφράζει ποίηση από τα αγγλικά, τα γαλλικά, και τα ιταλικά. Είναι υπεύθυνος για την ποίηση στο περιοδικό “The Books’ Journal”· μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού ποίησης, θεωρίας και εικαστικών, «ΦΡΜΚ»· founding poetry editor (2019-2021) στον αγγλόγλωσσο ιστότοπο για τα εικαστικά “und.Athens”· ιδρυτής και επιμελητής των ποιητικών εκδηλώσεων «Με τα λόγια (γίνεται)». Το διάστημα 2013-2020, δίδαξε ποίηση ως δημιουργική γραφή σε ενήλικες (στο Βρετανικό Συμβούλιο, Αθήνα) και σε παιδιά (στα πλαίσια των εκπαδευτικών προγραμμάτων του Αρχείου Καβάφη / Ίδρυμα Ωνάση). Έχει επίσης συμπράξει με εικαστικούς καλλιτέχνες, π.χ. στο blind date #6 (2006)· στην 2η Μπιεννάλε της Αθήνας (2009), κ.α..