(scroll down for English)
Ο Διονύσης Χριστοφιλογιάννης συζητάει με τον Σταμάτη Σχιζάκη για το εγχείρημα της “Πρώτης, Τελευταίας και Παντοτινής Μπιενάλε του Ψηλορείτη”. Σε αυτό το προσωπικό του επιμελητικό έργο που ξεκίνησε το 2017, υλοποιεί εφήμερες καλλιτεχνικές παρεμβάσεις και εγκαταστάσεις σε υπαίθριους και δύσβατους χώρους της περιοχής του Ψηλορείτη στην Κρήτη, σύμφωνα με τις οδηγίες που έχει λάβει από τους συμμετέχοντες δημιουργούς.
Διονύσης Χριστοφιλογιάννης – Πριν 5 χρόνια άρχισες μια περιπέτεια στο βουνό Ψηλορείτης στην πατρίδα σου Κρήτη, την «Πρώτη, τελευταία και παντοτινή Μπιενάλε του Ψηλορείτη». Φέτος, φτάσαμε στην 5η επίσκεψη σου στην κορυφή του Τίμιου Σταυρού στα 2.456μ ενώ το επιμελητικό εγχείρημα ήδη περιλαμβάνει 10 καλλιτέχνες. Πως αισθάνεσαι που αυτό το πρότζεκτ μεγαλώνει και βλέπεις μια εκπληκτική ανταπόκριση από τους καλλιτέχνες αλλά και από θεσμούς που υποστηρίζουν σημαντικές δράσεις όπως το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού;

Σταμάτης Σχιζάκης – Το εγχείρημα που ονομάστηκε Η πρώτη, τελευταία και παντοτινή Μπιενάλε του Ψηλορείτη ξεκίνησε το 2017 σαν κάτι πολύ προσωπικό και με ένα ευδιάκριτο χιουμοριστικό χαρακτήρα. Καθώς συνέχισε να πραγματοποιείται παρά τις δυσκολίες, αλλά και λόγο της ανταπόκρισης που όπως λες υπήρξε αποφάσισα πως δεν έπρεπε να περιοριστώ ούτε σε ένα προσωπικό αλλά ούτε σε ένα χιουμοριστικό πλαίσιο. Έτσι η Μπιενάλε άρχισε να εξελίσσεται και να αποκτά συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και μορφή. Ένας από τους στόχους της μπιενάλε από την αρχή ήταν να αποτελέσει μια πλατφόρμα σύγχρονου πολιτισμού της υπαίθρου. Η μορφή ήταν αυτή της υλοποίησης δράσεων ή εφήμερων έργων στην διαδρομή και στην κορυφή του Τίμιου Σταυρού, η οποία είναι η ψηλότερη κορυφή του Ψηλορείτη στα 2,456μ αλλά και σε άλλες περιοχές του Ψηλορείτη, τις οποίες και παρουσιάζαμε μέσα από αυτό-εκδόσεις που κυκλοφορούσαν από χέρι σε χέρι και στο διαδίκτυο. Το εγχείρημα αυτό τροφοδοτήθηκε από τον ενθουσιασμό όσων άκουσαν για αυτό στις λιγοστές παρουσιάσεις του και από την θερμή υποστήριξη των συμμετεχόντων καλλιτεχνών.
Για αυτό και αποφάσισα ότι πρέπει να βρεθεί ένας τρόπος παρουσίασης στο ευρύτερο κοινό. Όταν προέκυψε μια πρόσκληση από το Μουσείο Εικαστικών Τεχνών Ηρακλείου να προτείνω μια έκθεση, σκέφτηκα αμέσως την παρουσίαση αυτού του εγχειρήματος. Το ότι εγκρίθηκε η αίτηση επιχορήγησης από το ΥΠΠΟΑ είναι μια αναγνώριση, αλλά αυτό έρχεται μαζί με μια δέσμευση για σοβαρό αντίκτυπο, κυρίως όσον αφορά την διεύρυνση του κοινού.
ΔΧ – Βοήθησέ μας να καταλάβουμε τα συναισθήματα και τον χαρακτήρα ‘φυγής’ από κοινωνικούς χώρους και τρόπους έκφανσης και παρουσίασης έργων που είναι πολύ ορατός στο πρότζεκτ σου. Ζεις μια προσωπική εμπειρία κάθε φορά με το έργο του καλλιτέχνη που κουβαλάς και έχεις την ελευθερία ουσιαστικά να το παρουσιάσεις με το δικό σου τρόπο σαν συνεργός του καλλιτέχνη του έργου.

ΣΣ – Η λέξη «φυγή» που χρησιμοποιείς είναι η κατάλληλη καθώς πλέον κάποιοι τρόποι παρουσίασης και προώθησης της τέχνης είναι τόσο κυρίαρχοι ώστε να αποτελεί απόδραση κάθε απόκλιση από αυτούς. Θα αναφέρω τρία στοιχεία που πιστεύω ότι συνεισφέρουν σε αυτή την «φυγή». Νομίζω σημαντικό είναι το στοιχείο του παιχνιδιού, καθώς πηγαίνω ως απεσταλμένος κάποιου δημιουργού σε ένα μέρος που είναι πολύ δύσκολο να προσεγγίσει κάποιος. Εκεί υλοποιώ ή τοποθετώ και καταγράφω ένα έργο σχεδιασμένο για την ύπαιθρο, σύμφωνα με κανόνες ή οδηγίες που μου έχουν δοθεί από τους συνεργαζόμενους καλλιτέχνες.
Άλλο σημαντικό στοιχείο είναι ότι σε αυτό το εγχείρημα επιχειρούμε να δημιουργήσουμε στην ύπαιθρο και σε διάλογο με τον πολιτισμό της χωρίς folklore προκαταλήψεις και στερεότυπα. Μπορούμε να φανταστούμε παραδείγματα σύγχρονων έργων τέχνης που είναι διαχρονικά και πανανθρώπινα. Μπορούμε όμως να φανταστούμε πολύ λιγότερα παραδείγματα σύγχρονης τέχνης που αφορούν τον κάτοικο της υπαίθρου από ότι τον κάτοικο μιας πόλης. Μήπως τελικά η κυριαρχία του αστικού πολιτισμού λειτουργεί καταπιεστικά στους δημιουργούς και στους διαχειριστές της τέχνης;
Ένα τρίτο στοιχείο που θεωρώ ότι είναι σημαντικό στην Πρώτη, τελευταία και παντοτινή Μπιενάλε του Ψηλορείτη είναι ότι προάγει ένα μοντέλο καλλιτεχνικής χρήσης των κατεξοχήν κοινών χώρων, τα βοσκοτόπια δηλαδή, με μη μόνιμες παρεμβάσεις και με ελάχιστο αποτύπωμα. Η έμφαση είναι στην ιδέα και τη δράση και όχι στην παραγωγή και μετακίνηση ύλης. Αυτό είναι ένα σχήμα εργασίας που δεν απελευθερώνει μόνο καλλιτεχνικά και επιμελητικά, αλλά και επαγγελματικά, καθώς αίρονται τυχόν ταξικοί, οικονομικοί και τεχνικοί περιορισμοί που μπορεί να έχει κάποιος στην πρόσβαση σε χώρο.
Αναφέρεσαι σε συνέργεια του επιμελητή στο καλλιτεχνικό έργο. Για τους σκοπούς της Μπιενάλε αξιοποιώ στο έπακρο δημιουργικές δεξιότητες που ανέπτυξα σε μεγάλο βαθμό από ανάγκη, όπως αρκετοί εργαζόμενοι επιμελητές της γενιάς μου. Η φωτογραφική καταγραφή του έργου είναι επηρεασμένη από την δική μου υποκειμενική οπτική, όπως και ο σχεδιασμός του εντύπου και η συγγραφή των κειμένων. Δεν θα έλεγα ποτέ όμως ότι παρουσιάζω τα έργα με το δικό μου τρόπο καθώς αναζητώ από κάθε συνεργαζόμενο καλλιτέχνη αυστηρά προκαθορισμένες οδηγίες ενώ δεν ξεκινάω αν δεν έχω βεβαιωθεί ότι έχω κατανοήσει τον στόχο. Συμμετέχω στην διαδικασία παραγωγής των έργων, χωρίς όμως να βλέπω διαφορά από όταν αυτό γίνεται στο πλαίσιο ενός ιδρύματος ή ενός συμβατικού εκθεσιακού χώρου.
ΔΧ – Γιατί διάλεξες το βουνό αυτό για το οδοιπορικό σου; Η κορυφή του Τίμιου Σταυρού έχει κάποια σχέση με σένα; Θα μπορούσαμε να δούμε το πρότζεκτ του Ψηλορείτη σε οδοιπορικό π.χ. στο βουνό Fuji με Ιάπωνες καλλιτέχνες;

ΣΣ – Η επιλογή του Ψηλορείτη και του Τίμιου Σταυρού δεν προκύπτει ως αποτέλεσμα κάποιας συγκριτικής έρευνας. Στην πρώτη μου ανάβαση στον Ψηλορείτη η ιδέα μιας έκθεσης προέκυψε ως κάτι το γελοίο, και το θέμα της ίδρυσης μιας μπιενάλε ως κάτι ακόμα γελοιότερο, καθώς ο δρόμος προς την κορυφή δεν είχε κάτι εξευγενισμένο ούτε γραφικό. Ήταν η αντίθετη συνθήκη από αυτή που βλέπουμε σε καλλιτεχνικές διοργανώσεις, όπου και αυτές της υπαίθρου έχουν ένα τουριστικό πρόσημο. Παράλληλα με το παράδοξο της συνθήκης, η ίδια η τοποθεσία έχει κάτι ταπεινά μεγαλειώδες. Σε αντίθεση με τον Ψηλορείτη, το Fuji είναι ένα πολιτισμένο βουνό, όπως ας πούμε και ο Όλυμπος, που τώρα ακούγεται ότι θα μπει και εισιτήριο, πράξη που ενδεχομένως να έχει καταστροφικές προεκτάσεις. Αν και τα δύο είναι ψηλά βουνά, γεγονός από μόνο του έχει κάποιες δυσκολίες, έχουν μια παράδοση, μια σειρά από μονοπάτια και καταφύγια σε όμορφες τοποθεσίες, ενώ τα επισκέπτονται πλήθη ορειβατών.
ΔΧ – Πως είναι σαν επιμελητής όχι μόνο να διαλέγεις και στήνεις το έργο αλλά να του προσδίδεις και ένα πολύ προσωπικό σου χαρακτήρα μετά από ένα ‘ιεροτελεστικό’ μοναχικό οδοιπορικό κάτι που σίγουρα δεν θα μπορούσε να αποτυπωθεί σε μια έκθεση στη πόλη σε Μουσείο ή Γκαλερί;
ΣΣ – Με ενδιαφέρει, όπως θα έπρεπε να ενδιαφέρει έναν επιμελητή, το πλαίσιο. Ανοίγω δυνατότητες σε μια συνθήκη που αν και δεν είναι μοναδική, είναι ασυνήθιστη, ενώ δεν είναι καθόλου μέσα στις προθέσεις μου να επηρεάσω το έργο και την παρουσίαση του.
Μια από τις πρώτες φορές που παρουσίασα το εγχείρημα αυτό δημόσια, ήταν το 2019 στο διεθνές συνέδριο Walking arts στις Πρέσπες διοργανωμένο από το Τμήμα Εικαστικών και εφαρμοσμένων Τεχνών της Σχολής Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας. Εκεί όντως μεταξύ των πρακτικών που σχετίζονται με το περπάτημα στη φύση και την πόλη, υπήρχε έντονο το ζήτημα του προσκυνήματος και της τελετουργίας. Το καταλαβαίνω και αναγνωρίζω ότι στην υλοποίηση κάποιου έργου η τελετουργία είναι ζητούμενο ή προϋπόθεση. Επιμελητικά όμως δεν με έχει απασχολήσει.

Η μοναχικότητα από την άλλη, είναι μια απελευθερωτική συνθήκη. Συνδέεται άμεσα με τη μέθοδο εργασίας μου αλλά και με τη δική μου προτίμηση στην πρόσληψη του καλλιτεχνικού έργου. Μια πρόσληψη που δεν έχει να κάνει με μια ταυτόχρονη και συλλογική εμπειρία, σαν αυτήν του κινηματογράφου ή της συναυλίας, αλλά είναι πιο κοντά σε αυτή της λογοτεχνικής ανάγνωσης. Ίσως για αυτό και προτίμησα έως τώρα την παρουσίαση των έργων μέσα από έντυπα.
Χώροι όπως τα μουσεία και οι γκαλερί, όταν λειτουργούν σωστά, προσαρμόζονται στις ανάγκες των έργων που παρουσιάζουν, με τα όρια φυσικά και τις συμβάσεις που διέπουν την λειτουργία τους και τα οποία είναι γνωστά. Αλλά και ένα έντυπο έχει και αυτό τα όρια του, όπως και κάθε τρόπος έμμεσης παρουσίασης ενός καλλιτεχνικού έργου. Δεν θεωρώ ότι αυτό το εγχείρημα μπορεί να αποτυπωθεί λιγότερο ή περισσότερο πιστά από κάποιο άλλο εγχείρημα που μεταφέρεται από τον χώρο και χρόνο της πραγματοποίησης του σε ένα άλλο φυσικό ή εννοιακό χώρο.
ΔΧ – Έχεις σκεφτεί ποτέ να σε ακολουθήσουν οι ίδιοι οι καλλιτέχνες ή ακόμα και κοινό στο οδοιπορικό σου; Μήπως αυτό αλλοίωνε την σχέση σου με το έργο και την τελική απόδοσή του στο φωτογραφικό φακό;
ΣΣ – Ο καθ’ όλα αρμόδιος για να κρίνει όποιο ζήτημα αλλοίωσης του έργου μέσα από την καταγραφή ή τη συμμετοχή του κοινού θα ήταν ο ίδιος ο καλλιτέχνης που με την παρουσία του θα εξασφάλιζε τους καλύτερους όρους υλοποίησης του έργου του. Η απαιτούμενη ανάβαση όμως είναι μια ευθύνη που μπορώ να πάρω μόνο για τον εαυτό μου.
ΔΧ – Λόγω της ιδιότητας σου έχεις μεγάλη γκάμα επιλογής καλλιτεχνών για το πρότζεκτ σου. Φαντάζομαι το προφίλ και το έργο των καλλιτεχνών που έχεις επιλέξει ήδη έχει δώσει και το χαρακτήρα της Μπιενάλε . Με πιο κριτήριο έχεις επιλέξει τους καλλιτέχνες; Μπορείς να μας κάνεις μία σύντομη αναδρομή από την πρώτη μέχρι και την φετινή Μπιενάλε του Ψηλορείτη μέσα από τα έργα των καλλιτεχνών;

ΣΣ – Έτσι όπως φαντάζεσαι, η ίδια η ιδέα αυτής της μπιενάλε εμπεριέχει στοιχεία από το έργο των συμμετεχόντων καλλιτεχνών, έστω και στο επίπεδο του πλαισίου. Τα κριτήρια είναι ανοιχτά ακριβώς επειδή αν και μπιενάλε, όπως λέει και ο τίτλος, είναι πρώτη, τελευταία και παντοτινή, δηλαδή δεν είναι μια επαναλαμβανόμενη έκθεση, αλλά ένα εγχείρημα σε ένα διαρκές παρόν και σε εξέλιξη. Πράγματι κάποιους συμμετέχοντες τους έχω γνωρίσει μέσα από την θεσμική επιμελητική μου ιδιότητα, αλλά όλοι είναι καλλιτέχνες των οποίων το έργο παρακολουθώ χρόνια ή/και πιστεύω ότι κινούνται σε μια κατεύθυνση παράλληλη. Με το έργο του Παναγιώτη Λουκά και της Μαλβίνας Παναγιωτίδη επιχειρήσαμε μια παγανιστική ανακατάληψη του φυσικού τοπίου, χρησιμοποιώντας το ξωκλήσι του Τίμιου Σταυρού ως κεντρικό περίπτερο της Μπιενάλε, τοποθετώντας τις κεραμικές Ελάσσονες Κατσικοθεότητες.
Με την Ρένα Παπασπύρου εξετάσαμε την ιδέα μιας μετατόπισης και αντιστροφής του αστικού και φυσικού τοπίου με το Κρησίλα 5, όπου ο ασφαλτοστρωμένος δρόμος από το Παγκράτι μετατράπηκε σε βουνό και έπειτα ο Ψηλορείτης σε μουσείο. Με το έργο της Φοίβης Γιαννίση επιχειρήσαμε μια ποιητική – φεμινιστική – ζωική ανάγνωση του βουνού και του μονοπατιού, τοποθετώντας στίχους από την ποιητική συλλογή Χίμαιρα εντός και εκτός μονοπατιού. Οι Αρχιτέκτονες της Φάλαινας σχεδίασαν μια κατσούνα για ερωβατική ανάβαση, σε μια συμβολική διερεύνηση της ερωτικής – πολιτικής διάστασης του βουκολικού τοπίου.

Το έργο Στο βουνό του Γιώργου Ξένου είναι μια απόπειρα καλλιτεχνικής επικοινωνίας στο βουνό και την ύπαιθρο μέσα από την διασπορά σχεδίων στη διαδρομή. Το έργο Ανακλαστική γραμμή της Έφης Σπύρου είναι μια τροχιοδεικτική φωτεινή γραμμή στο νυχτερινό τοπίο που συνδέει γη και ουρανό αλλά και το φως με το σκοτάδι. Της Κατερίνας Κατσιφαράκη μια προσφορά σώματος στη φύση, με αναθηματικά ανθρώπινα ομοιώματα και μέλη από ζυμάρι εμπνευσμένα από σχεδόν ξεχασμένα Κρητικά τοπικά έθιμα. Η Μαρία Τσάγκαρη μου έδωσε μια σειρά από οδηγίες τις οποίες εκτελώντας παρήγαγα εικόνες για ένα σενάριο-παραλλαγή του μύθου της πτήσης του Ικάρου. Το έργο του Παντελή Χανδρή περιλαμβάνει την ανατολή μιας σελήνης και την δύση ενός ήλιου.
ΔΧ – Ποια πιστεύεις ότι θα είναι η άλλη μορφή που θα εξελιχθεί το πρότζεκτ του Ψηλορείτη;
ΣΣ – Έως τώρα το εγχείρημα αυτό έχει τη μορφή της καταγραφής και παρουσίασης μιας σειράς καλλιτεχνικών συμβάντων μέσα από εκδόσεις. Όπως είπαμε και πριν όμως, αποφασίστηκε η παρουσίαση της Μπιενάλε στο κοινό με τη μορφή έκθεσης στο ΜΕΤΗ. Θα περιλαμβάνει έργα και ντοκουμέντα από κάθε εγχείρημα που έχει υλοποιηθεί στην Πρώτη, τελευταία και παντοτινή Μπιενάλε του Ψηλορείτη αλλά θα παρουσιάζει και το εγχείρημα συνολικά. Σε κάθε περίπτωση θα είναι μια δημόσια παρουσίαση σε ένα ευρύτερο κοινό και αυτό θα είναι καθοριστικό για το μέλλον της Πρώτης, τελευταίας και παντοτινής Μπιενάλε του Ψηλορείτη.
___________
Ο Σταμάτης Σχιζάκης εργάζεται από το 2005 στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Είναι μέλος της κριτικής επιτροπής της ARTWORKS για το 3ο Πρόγραμμα Υποστήριξης Καλλιτεχνών Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, σπούδασε Ιστορία και Θεωρία Τέχνης και Φωτογραφίας στο πανεπιστήμιο του Derby και Ιστορία Τέχνης στο Goldsmiths College. Μεταξύ άλλων έχει επιμεληθεί τις εκθέσεις: Μπία Ντάβου. Αναδρομική, (2008) (συνεπιμέλεια με την Τίνα Πανδή), Γιώργος Δρίβας (un)documented (2009), Μαριάννα Στραπατσάκη, Άδηλοι τόποι-Απέραντο Λευκό (2011), Ρένα Παπασπύρου, Φωτοτυπίες απευθείας απ’ την ύλη, 1980-1981 (2011), Άγγελος Πλέσσας, Σχολή Μουσικής Ιδρύματος Άντζελο (2011), Γιώργος Ξένος, Πορεία Νο 163 & Χίλιες εικόνες (2012), Φοίβη Γιαννίση, ΤΕΤΤΙΞ (2012), Δημήτρης Αληθεινός. Αναδρομική (2013) (συνεπιμέλεια με την Τίνα Πανδή), PLEXUS Πέτρος Μώρης-Μπία Ντάβου-Έφη Σπύρου (2015) (συνεπιμέλεια με την Τίνα Πανδή) τα προγράμματα προβολών WonderWomen(2010), Secret Journeys (2011) στο ΕΜΣΤ καθώς και το πρόγραμμα Terrhistories-Greece στο πλαίσιο του 26ου φεστιβάλ Instants vidéo στη Μασσαλία. Από το 2015 είναι υποψήφιος διδάκτορας του University of Sunderland ερευνώντας την εισαγωγή των νέων τεχνολογιών στην τέχνη στην Ελλάδα, ενώ από το 2017 πραγματοποιεί την Πρώτη, τελευταία και παντοτινή μπιενάλε του Ψηλορείτη.
////////
EN
Dionisis Christofilogiannis talks with Stamatis Schizakis about the project of the “The first and last and always Psiloritis Biennale”. This personal curatorial project, which started in 2017, implements ephemeral artistic interventions and installations in outdoor and inaccessible areas of the area of Psiloritis in Crete, according to the instructions received from the participating artists.
Dionisis Christofilogiannis – 5 years ago you have begun an adventure in Psiloritis, in Crete where you grew up, titled The First and last and always Psiloritis Biennale. This year you realized your fifth visit to the Holy Cross Summit at 2456m above sea level, whereas your curatorial project already includes 10 artists. How do you feel about this project growing and about the outstanding support from the artists as well as institutions that support important events, such as the Hellenic Ministry of Culture and Sports?

Stamatis Schizakis – The project of The First and last and always Psiloritis Biennale was initiated in 2017 as something that was very personal and with an overtly comical character. As Ι continued its realization despite difficulties, but also due to the outstanding support of artists, that you also mention, I thought that I should not limit it in a humorous and personal context. As a result, the Biennale started to evolve and gain specific characteristics and form. One of the initial stated aims of the biennale was to become a platform of contemporary rural culture. Its form from the start was that of the realization of acts or ephemeral works in the trail and summit of the Holy Cross, which is the highest of Psiloritis at 2456m, but this later extended to include other areas of the mountain. All of the artworks were presented through self-published zines that circulated by hand or through the web. The project was fueled by the enthusiasm of everyone hearing about it in the few presentations and of course, by the warm support of the participating artists.
For this reason, I decided that I should find a way to present it to the broader public. When a proposal from the Heraklion Museum of Visual Arts occurred, I instantly thought about presenting this project. Gaining financial support from the Hellenic Ministry of Culture and Sports is a kind of acclaim, but it also carries a commitment for some serious impact, especially in regard to its public.
DC – Help us understand the feelings and the sense of “escaping” from the social spaces and ways of presenting works that is evident in your project. You experience a personal connection with the work of the artist that you carry and you have the freedom to present it in your own way as an accomplice of the artist.
SS – The word “escape” that you use I think is the most suitable as some ways of presenting and promoting art are so dominant that every deviation becomes an “escape”. I will refer three elements that I believe are contributing to this “escape”.
I believe that the element of play is important. As the envoy of a creator, I go to a place that is hard to visit. There I will materialize or install and document a work that is designed for a rural space, according to rules and guidelines that have been given by the participating artist.

Another important element is that in this project we aspire to create within a rural context and in dialogue with rural culture without a folklore bias. We can easily think of contemporary artworks that are timeless and universal. It is much less easy to think of works that concern a rural audience, in relation to an urban audience. Is it that the dominance of urban civilization suppresses creators and administrators of art?
A third element that I consider as important in The First and last and always Psiloritis Biennale is that it proposes a model of an artistic use for the per se common spaces, i.e. pasturage, through ephemeral interventions with a minimal footprint. The emphasis is on the idea and action and not on the production and movement of matter. This is a model of working for both artistic and curatorial liberation, as it suspends class, ethical, financial, and technical limitations that may be hindering someone from gaining access to an exhibition space.
You mention the contribution of the curator to the artwork. For the aims of the Biennale, I make full use of creative skills that I developed out of need, like many working curators of my generation. The photographic documentation of the work is influenced from my subjective viewpoint, as well as the design of the catalog and the writing of the texts. I would not go as far as to say that I present the works in my own way as I always seek strictly defined directions. I partake in the production process of the artworks, but I do not see a difference from when the same thing happens in an institutional context or in the framework of conventional exhibition space.
DC – Why did you choose this mountain for your travelogue? Is there a personal connection with the Holy Cross Summit? Why not realize a similar project in Mt Fuji, for example, with Japanese artists.

SS – The choice of Psiloritis and the Holy Cross Summit did not occur after extensive comparative research. The thought of an exhibition in Psiloritis occurred during my first climb there as a joke and the foundation of a biennale as an absurdity since the trail to the summit had nothing refined or picturesque. It was the opposite condition from the conventional artistic event, where even the ones organized in rural areas have touristic character and aim. Alongside the absurdity of the condition, the location itself has a humble grandiosity. In contrast with Psiloritis, Mt Fuji is a cultured mountain, much like Olympus for example, which as has been recently discussed, will be accessible through a ticket, an act with potentially destructive repercussions. Even if both abovementioned mountains are very high, a challenging fact by itself, both have a tradition, a network of paths and shelters in beautiful locations, and are visited by numbers of hikers.
DC – What is it like a curator, not only to select and install the work but also to bestow a personal element through a “ritualistic” lonesome hike that could not be conveyed in an exhibition in a city, in a museum, or a gallery?
SS – Pretty much like any curator, I am interested in the context. I open up potentialities in a condition, which although is not unique, is uncommon, while it is not at all within my intention to somehow affect the work and its presentation. The first chance I had in presenting this project in public was in 2019, at the Walking Arts conference in Prespes, organized by the Department of Fine and Applied Arts of the School of Fine Arts of the University of Western Macedonia. There indeed, among the presented practices that were connected to walking in nature or the city, pilgrimage and ritual were widely discussed. I understand it and I also think it is interesting as an element. Nevertheless, it has never been within my curatorial intentions.
Loneliness, on the other hand, is a liberating condition. It is directly connected with my working method and my personal preference for the perception of an artwork. A perception that it is not a collective simultaneous experience, like cinema or a musical performance, but one that is closer to the reading of literature. Maybe that is why I also preferred to present the works through catalogs.

Spaces like museums and galleries, when functioning properly, are able to adapt to the needs of the works that are presenting, within the known limits and conventions that affect their function of course. But a printed or digital book also has its limits, like any mediated presentation of artwork. I do not believe that this project can be conveyed more or less successful than any other project that is transferred from the space and time of its realization to another physical or conceptual space.
DC – Did you ever consider inviting the artists or even an audience in your trek? Would that tamper with your connection with the work and the final photographic rendition?
SS – The most suitable person to judge issues of tampering of the work is the artist who could ensure the best terms of the work’s realization and documentation. Nevertheless, the prerequisite of a long trek is a responsibility that I can only assume for myself.
DC – Because of your capacity, you have a wide range of choices of artists for your project. I assume that the character and the work of the artists that you have already chosen to work with have affected the character of this biennale. Which were your criteria? Can you make a short description of the acts realized for the Psiloritis Biennale, up to this year?
SS – You correctly assume that the core idea of this biennale contains elements from the works of the participating artists, even if this is on a contextual level. The criteria are open, exactly because even if this is a biennale, as the title suggests, –first and last and always– it is not a reoccurring exhibition but a project happening in a constantly evolving present. Indeed, I have met some of the artists through my institutional curatorial practice, but all of them are artists whose work I follow for many years and/or I believe that move in parallel paths.
With the work of Panayiotis Loukas and Maliva Panagiotidi, we attempted a pagan reoccupation of the natural landscape, by using the small Holy Cross shrine as the Biennale’s central pavilion, placing the ceramic Lesser Goat Deities. With Rena Papaspyrou, we investigated the idea of relocation and reversion of the urban with the natural landscape in the work Krisila 5, for which we conceptually reversed an Athenian street into a mountain and treated Psiloritis as a museum space. With Phoebe Giannisi we attempted a poetic-feminist-bestial reading of the mountain and the path, placing lyrics from her recent collection Chimaira on and around the trail. The Whale’s Architects designed a walking stick for a lover’s climb, in a symbolic investigation of the erotic-politic aspect of the bucolic landscape. The work At the mountain by Giorgos Xenos is an attempt at artistic communication in the mountain and the outdoors through the dissemination of drawings around the trail. Reflecting line, the work by Efi Spyrou, is a trajectory indicating a bright line in the nightscape, binding earth and sky but also light and darkness. Katerina Katsifaraki makes an offering of bodies in nature, with votive effigies of human bodies and members made out of dough, inspired by obscure Cretan local customs. Maria Tsagari gave me a set of directions which I had to obey in order to produce photographs for a scenario based on the myth of the flight of Icarus. The work by Pantelis Chandris involves the rising of a moon and the setting of the sun.
DC – How do you think that the Psiloritis project will develop?
SS – Up until now, this project has the form of documentation and presentation of a series of artistic acts through a publication. As already discussed, we decided to present the biennale to the greater public through an exhibition at the Heraklion Museum of Visual Arts. This would be an exhibition with works, documents, and relics of the projects realized in The first, last, and always Psiloritis Biennale, as well as a presentation of the project as a whole. In any case, this will be a public presentation in a wider public, and this will be a pivotal moment for the future of The first, last, and always Psiloritis Biennale.
________
Stamatis Schizakis works as a curator at the National Museum of Contemporary Art, Athens, since 2005. He is a member of ARTWORKS selection committee for the SNF Artists Fellowship Program 2020, studied history and theory of art and photography at the University of Derby and art history at Goldsmiths College. He has curated the exhibitions Bia Davou, Retrospective (2008) (co-curated with Tina Pandi), George Drivas, (un)documented(2009), Angelo Plessas, The Angelo Foundation: School of Music (2011), Marianne Strapatsakis, Invisible Places – The Vast White (2011), Rena Papaspyrou, Photocopies straight through matter (2011), Georgios Xenos, Procession No 163 & Thousand Images (2012), Phoebe Giannisi – TETTIX (2012) Dimitris Alithinos, A Retrospective (2013) (co-curated with Tina Pandi), PLEXUS Petros Moris – Bia Davou – Efi Spyrou (2015) (co-curated with Tina Pandi) as well as the screening programs Wonder Women (2010), Secret Journeys (2011) at EMST and Terrhistories-Greece as part of the 26th Festival instants Video in Marseilles (2013). Since 2015 he is a PhD candidate at the University of Sunderland researching the introduction of new technologies in art in Greece. Since 2017, he realizes the First and Last and Always Psiloritis Biennale.