Επιμέλεια: Κατερίνα Νίκου
Αρχιτεκτονικός σχεδιασμός: Μαρία Μανέτα
Χώρος: Αίθουσα Νίκος Κεσσανλής, Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών
Διάρκεια: 25 Μαΐου 2018 – 10 Ιουνίου 2018
Ανδρέας Αγγελιδάκης, Χρήστος Αθανασιάδης, Δημήτρης Ανδρεάδης, Αριστείδης Αντονάς, Κατερίνα Αποστολίδου, Νίκος Αρβανίτης, Δήμητρα Βάμιαλη, Γιάννης Βαρελάς, Αλέξανδρος Βασμουλάκης , Ανέστης Ιωάννου, Ιωάννα Κωστίκα, Αντώνης Κιουρκτσής, Κωνσταντίνος Κωτσής, Βαρβάρα Λιακουνάκου, Βίκυ Μπέτσου, Φανούρης Μωραίτης, Μαλβίνα Παναγιωτίδη, Πάνος Παπαδόπουλος, Άγγελος Πλέσσας, Σωκράτης Σωκράτους, Αλέξανδρος Τζάννης, Θεόφιλος Τραμπούλης, Πάνος Χαραλάμπους, Θάλεια Χιώτη, Κώστας Χριστόπουλος, Βαγγέλης Χούρσογλου, ATH 1281, Anastasia Ax, Caroline May, Pélagie Gbaguidi, Prinz Gholam, Hiwa K., Anton Kats, Em Kei, Anja Kirschner-David Panos, Fermín Jiménez Landa
«Λες κι ανεβαίνει με βουή ο ίδιος ο βυθός ίδιος με βουητό που φέρνει όλες τις κρυφές περιδινήσεις αόρατου ωκεανού στην άκρη των λεπτών χειλιών» [1].
Θα επιδιώξω να περιγράψω την αίσθηση που μου άφησε η έκθεση στα χείλη, σαν να ήταν μάτια, ένα μεσημέρι καλοκαιρινό. Θα δοκιμάσω να περιεργαστώ την αλμύρα στα χείλη σαν τρικυμία, φευγαλέα, σαν όσφρηση με την γλώσσα. Ο εαυτός και η γλώσσα είναι εξίσου ειρωνείες, λέγουν κάτι τι ενώ εννοούν κάτι άλλο ή τίποτα αναφέρει εύστοχα ο Harold Bloom στην θραύση των δοχείων του[2]. Μου φαίνεται απολύτως κατανοητό. Λοιπόν.
Κολυμπώ στην συνέχεια βυθίζομαι , περπατώντας στο βυθό που κατασκεύασε η Κατερίνα Νίκου, αριστοτεχνικά, με φώτα που αναβοσβήνουν σαν υπομνήματα μιας πόλης. Έχουν σημασία αυτά τα φώτα, αρχιτεκτονική έκλαμψη για μια πόλη που ζει, τρέχει υστερικά να προλάβει τον χρόνο με κάθε μέσο μεταφορικό, συντακτικά και κυριολεκτικά, σε φρενίτιδα, πάνω από την άχρονη ήσυχη ησυχία του βυθού. Τα ίχνη της πόλης είναι τα φώτα, σε πορτοκαλί ή κόκκινο, μπερδεύονται στις αντανακλάσεις των έργων και έτσι η σκηνοθεσία του δράματος ξεκινά με καλούς οιωνούς ως προς την αφήγηση. Ο ΒΥΘΟΣ της Νίκου, άκρως σωματικός, στην απουσία παρουσία του σώματος μοιάζει με τραύμα που σε καλεί να βυθιστείς εντός του.
Oι καλλιτέχνες έχουν φτιάξει έργα καταφύγια για να σωθεί το προφανές το ουσιαστικό της ήμερης μνήμης της άγονης λήθης, στίχοι και φράσεις της εφηβείας γραμμένες σε κασέτες, τ’ ανθρώπινα. Στην άκρη της πόλης, στον βυθό, υπάρχουν ‘οχυρά ακροπόλεις (citadels on ships) δωμάτια ασφαλείας κρυμμένα σε πολεμικά πλοία ή σε σκάφη αναψυχής’ (γράφει στο δελτίο τύπου). Μια ερμητικά κλειστή στην ανοιχτότητα της έκθεση, μια έκθεση που κρατά την κλειστότητα της στο προφανές, δίνοντας βήμα στο ανεξιχνίαστο με συγγραφική δομή και αίσθηση. «Τίποτα δεν γίνεται από μόνο του… Τίποτα δεν ξεσπάει ξαφνικά από το μηδέν. Όλα προετοιμάζονται στον χρόνο του οικήματος»[3]
Οριοθετημένα τα θραύσματα της πόλης του Αλέξανδρου Τζάννη, σε γυαλί και ξύλο και σωλήνες, και χρώμα μαύρο στέρεο παραλληλόγραμμο αποπνέει ασφάλεια, μιας πόλης σε ανασφάλεια, σαν κειμήλια, σαν ανάμνηση της πόλης και ξεκινάμε με αυτό. Σημειώσεις, σημειώματα να μην ξεχάσω να θυμηθώ να θυμάμαι της Δήμητρας Βάμιαλη. Φωτεινοί κώδικες σύμβολα σε παράταξη, παράθεση, αρχετυπικοί σηματοδότες σημάνσεις του σημαινόμενου του Άγγελου Πλέσσα. Η γραφή κατοικεί εντός της έκθεσης, χωρίς να φαίνεται με διάφορους τρόπους, αποσπασματική, αχνοφαίνεται, μουρμουρίζει σαν ηχώ, διατρέχει τα έργα. Can we read buildings like we read pottery? Αναρωτιέται ο Ανδρέας Αγγελιδάκης σε βίντεο still –Vessel 2017. Οι φράσεις , πολλές, πυκνές σε όλα τα ηχοχρώματα, συμπυκνωμένες η μια πάνω στην άλλη, περιγραφές, προσταγές, επιθυμίες, διαταγές, παραινέσεις, παρενθέσεις, κατρακυλούν στους τοίχους, εξαφανίζονται, δίνοντας χώρο στα απολύτως απαραίτητα αντικείμενα και στις κινήσεις και στο περίγραμμα τους το ακριβώς απαραίτητο και αναγκαίο, ούτε γραμμή παραπάνω, στο έργο του Πάνου Παπαδόπουλου. Η γραφή νιώθω πως υπάρχει και στο οχυρό του Δημήτρη Ανδρεάδη, απεικονίσεις χρωματικών όγκων μιας σωματικής αρχιτεκτονικής. Η σάρκα σαν γραφή ή και το ανάποδο. Τον ρωτώ. Ο τίτλος είναι «Ένα κέντρο των Δύο» Παρουσιάζει δύο καταστάσεις αντίληψης, την αφαιρετική και την αφηγηματική, που κανείς καλείται να ισορροπήσει για να ανταπεξέλθει στις υπαρξιακές του κρίσεις. Το κέντρο είναι κενό και εμείς σχοινοβατούμε .
Το σώμα αναρτάται, περιμένει, πάσχει, πράττει, τραυματίζεται, τραυματίζει, λέει την ιστορία του ανακατασκευάζει τον μύθο του ανάμεσα σε βασκανίες και προκαταλήψεις που κατοικούν στο σύγχρονο, παρασιτικά, σε χρώμα σομόν απαλό και υδαρές μ’όλη τη γλίτσα του κεριού και τις προκαταλήψεις του κόσμου. Από το νησί των σελέμπριτις τη Μύκονο αποσπά την ιστορία του βρυκόλακα χωρικού, τον σώζει και τον φυλά στο οχυρό του βυθού σαν πολύτιμο κειμήλιο της ανθρώπινης ιδιοσυγκρασίας η Μαλβίνα Παναγιωτίδη. Τα λάθη τα πάθη και οι ρωγμές σώζονται σε αυτό τον ιδιότυπο αρχειακό βυθό, εξυψώνοντας σε ρωμαλέο ασπρόμαυρο μνημείο την κόκκινη cult ανθρώπινη τραγωδία όπως στο The Rocky Horror Picture Show, γραμμένη με κόκκινο κραγιόν στο μαύρο φόντο της οθόνης του Γιάννη Βαρελά.
O συγγραφέας, ο μεταφραστής, τοποθετείται στον τοίχο με δυο καρφιά, σε κοινή θέα και κρίση γυμνός , περιμένοντας ηδονικά τον θάνατο του. ‘και νιώθω ζεστή υγρασία να πλημμυρίζει την κοιλιά μου και να κυλάει το αίμα μέσα από τα παντελόνια μου σχεδόν δεν πονάω και είναι ο ιδρώτας του μόνο και ο δρόμος σκοτεινός και τα σκουπίδια που σιγά σιγά θολώνουν και το χέρι του στον ώμο μου τα ιδρωμένα του δάχτυλα και το μισάνοιχτό μου στόμα κι οι δυνάμεις μου που όπως μ’ εγκαταλείπουν από το μισάνοιχτό μου σώμα’ Θεόφιλος Τραμπούλης, 15 τρόποι που φοβάμαι ότι θα με δολοφονήσουν, διήγημα σε πέντε μέρη.
Τα κάδρα στους τοίχους του Κώστα Χριστόπουλου, καταγραφή, ντοκουμέντα μιας άλλης εποχής σε άλλο χρόνο μα σε κοινό τόπο, της επιστράτευσης του 74 του πατέρα, εξαιρετικά ευρήματα – σε παράταξη. Τον ρωτώ. Είναι φωτογραφίες από το σπίτι που έχτισε ο Παπαδόπουλος, όπως σου είπα, στην Πάρνηθα, ψιλά, για να αγναντεύει το λαό του. Δεν το κατοίκησε ποτέ, μέσα σε όλες αυτές τις φωτογραφίες υπάρχουν και εκείνες που δείχνουν κάτι μαζικό, κάτι σε στρατώνα, πως κάτι μέσα σε αυτές δείχνει να “οχυρώνεται” .
«Στους τοίχους υπάρχουν σημάδια από νερό που πέρασε μέσα. Έχουν πάλι φανερωθεί οι ανησυχητικές υγρασίες. Τα ξύλινα δοκάρια χρειάζονται αντικατάσταση. Το πάτωμα φούσκωσε. Ούτε κι αυτό πειράζει, σκέπτομαι. Βρίσκομαι στο καταφύγιο μου, όπως παλιά. Νομίζω πως είμαι άλλος ή πως είμαι ίδιος, όπως τότε, πριν από χρόνια. Άς κάνω λάθος. Δεν έχει σημασία.» [4]
Ρώτησα, φαντάστηκα, έγραψα, κολύμπησα.
Σταματάω να μιλάω.
«Εκείνη σταματάει να μιλάει.
-Είδατε το χέρι μου? Κόπηκα.
-Ναι πρέπει να το φροντίσετε.
-Όχι δεν θα το φροντίσω. Δεν μ’ενοχλεί. Δεν πειράζει. Οι πληγές κλείνουν μόνες τους.»[5]
Μαρία Καραχρήστου
Αθήνα, 6/2018